- ξαναπούλημα
- τοπώληση ενός πράγματος για άλλη μια φορά, μεταπώληση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπώληση — η η εκ νέου πώληση, ξαναπούλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ιόνιο Κώδικα] … Dictionary of Greek
μεταπούλημα — το το να πουλάει κανείς εμπόρευμα που αγόρασε σε άλλον, το ξαναπούλημα: Το μεταπούλημα των εμπορευμάτων που είχε στο μαγαζί του δεν απέφερε σημαντικά κέρδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)